- ξαρμπουρίζω
- μετ. мор. расснащать, снимать мачты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαρμπουρίζω — νεοελλ. ναυτ. αφαιρώ τους ιστούς, βγάζω τα άρμπουρα από πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αρμπουρίζω «τοποθετώ τους ιστούς»] … Dictionary of Greek
ξαρμπουρίζω — ξαρμπούρισα, ξαρμπουρίστηκα, ξαρμπουρισμένος, βγάζω, αφαιρώ τα άρμπουρα, τα κατάρτια, τους ιστούς πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαρμπούρισμα — το [ξαρμπουρίζω] ναυτ. η αφαίρεση τών ιστών, τών καταρτιών τού πλοίου, η αφίστωση … Dictionary of Greek